πλινθοποιός

πλινθοποιός
ο, ΝΑ
ιδιοκτήτης πλινθοποιείου ή τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • πλινθάριος — ὁ, Α ο κατασκευαστής πλίνθων, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • πλινθοποιία — η, ΝΑ [πλινθοποιός] τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής πλίνθων, πλινθουργία …   Dictionary of Greek

  • πλινθοποιείο — το, Ν τεχνολ. βιομηχανική ή βιοτεχνική εγκατάσταση για την κατασκευή πλίνθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. πλινθοποιείον, μαρτυρείται από το 1893 στον Α. Παπαδιαμάντη] …   Dictionary of Greek

  • πλινθοποιώ — έω,ΝΜΑ [πλινθοποιός] κατασκευάζω πλίνθους …   Dictionary of Greek

  • πλινθουλκός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, ξιφ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργός — ο, ΝΑ τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”